קָרָא (qârâʼkaw-raw'verbcall)
[Heb] קָרָא ETCBC: קרא‎ (verb|call) OSHL: s.cy.aa TWOT: 2063 GK: H7924 Greek: ἄγω, ἀναβοάω, ἀναγγέλλω, ἀναγινώσκω, ἀνακράζω, ἀνοίγω, ἀντέχομαι, ἀντίκειμαι, ἀπαγγέλλω, ἀπαντάω, ἀπάντησις, βοάω, διαῤῥήσσω, διαστέλλομαι, ἐγκαλέω, εἰσάγω, εἰσέρχομαι, εἰσφέρω, ἔμπροσθεν, ἐναντίον, ἐναντίος, ἐπάγω, ἐπικαλέομαι, ἐπικαλέομαι, ἐπιλαμβάνομαι, ἐπονομάζω, ἐπονομάζω, καλέω, κηρύσσω, κλαίω, κληρόω, κλῆσις, κλητός, κράζω, λαλέω, λαμβάνω, λογίζομαι, μένω, μετακαλέω, νηστεύω, ξένος, ὀνομάζω, παρακαλέω, περιποιέομαι, προσκαλέομαι, ῥήγνυμι, συμβαίνω, συναντάω, σχίζω, ὑπάντησις, φωνέω
Derivation: a primitive root (rather identical with קָרָא through the idea of accosting a person met);
Strong's: to call out to (i.e. properly, address by name, but used in a wide variety of applications)
KJV: bewray (self), that are bidden, call (for, forth, self, upon), cry (unto), (be) famous, guest, invite, mention, (give) name, preach, (make) proclaim(-ation), pronounce, publish, read, renowned, say.